- αστακογαρίδα
- l'escamarla'
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
αστακογαρίδα — Καρκινοειδές δεκάποδο, της οικογένειας των νεφροπειδών ή χομαριδών, της υπόταξης των μακροούρων. Το είδος αυτό ζει στην ιλύ του βυθού του βορειοανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου σε διάφορα βάθη, από 30 έως 150 μ. Το επιστημονικό όνομα του… … Dictionary of Greek
νέφρωψ — ο ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοφιδών, κν. αστακογαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrops (< νεφρ[ο] * + ὤψ «όψη»)] … Dictionary of Greek
καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… … Dictionary of Greek